- κουβαρδαλίκι
- κουβαρδαλίκι, το και κουβαρνταλίκι, το και χουβαρδαλίκι, το(λ. τουρκ.), γενναιοδωρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουβαρδαλίκι — το βλ. κουβαρνταλίκι … Dictionary of Greek
κουβαρνταλίκι — και κουβαρδαλίκι και χουβαρνταλίκι, το απλοχεριά, γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda lik] … Dictionary of Greek